- προαδικώ
- -έω, Α1. αδικώ πρώτος, κάνω αρχή τής αδικίας2. παθ. προαδικοῡμαι, -έομαιαδικούμαι πρώτος ή αδικούμαι προηγουμένως3. φρ. «προαδικῶ μετὰ βίας τινά» — εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, προβιάζομαι*.
Dictionary of Greek. 2013.